πρόσθετο

πρόσθετο
1) accélération
2) additif
3) supplément

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • παρενθήκη — η, ΝΑ [παρεντίθημι] αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.) νεοελλ. ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει… …   Dictionary of Greek

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

  • προσκατηγορώ — έω, Α 1. κατηγορώ επί πλέον 2. παθ. προσκατηγοροῡμαι, έομαι α) χρησιμοποιώ πρόσθετο κατηγόρημα β) αποδίδω πρόσθετο κατηγόρημα …   Dictionary of Greek

  • τσόντα — η (λ. ιταλ.) 1. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε φόρεμα για μεγάλωμά του. 2. μτφ., πρόσθετο κομμάτι σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, προσθήκη, επέκταμα, παρέκταμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβγάτισμα — το [αβγατίζω] 1. η επιπλέον προσθήκη, επαύξηση, μεγάλωμα, πολλαπλασιασμός 2. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος, τσόντα 3. αυτό που προήλθε από προσθήκη, προσαύξηση, πλεόνασμα 4. το παιχνίδι αβγατιστή* …   Dictionary of Greek

  • αβγατίδι — το [αβγατίζω] πρόσθετο κομμάτι υφάσματος με το οποίο συμπληρώνεται ή μεγαλώνει το ένδυμα, αλλιώς μάτισμα, τσόντα …   Dictionary of Greek

  • απανωγόμαρο — το πρόσθετο φορτίο στη ράχη του σαμαριού ενός ζώου …   Dictionary of Greek

  • απανωπροίκι — κ. πάνω , το 1. πρόσθετο ποσό χρημάτων (η «ειδών προικός») που δίνεται στον γαμπρό επιπλέον όσων είχαν συμφωνηθεί αρχικά («Χρόνους της γράφουν τα προικιά, χρόνους τ απανοπροίκια») 2. ποσό που δίνεται στον γαμπρό για μειονέκτημα που ανακάλυψε στη… …   Dictionary of Greek

  • απλεόναστος — ἀπλεόναστος, ον (Α) ο χωρίς πλεονασμό, χωρίς πρόσθετο, πλεοναστικό γράμμα (π.χ. σταφίς σε σχέση με το ασταφίς) …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • γαλότσα — η πρόσθετο υπόδημα, από καουτσούκ ή δέρμα, που φοριέται για προφύλαξη από τα νερά τής βροχής, τη λάσπη ή το χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < (βενετ.) gαlozze < (μσν. λατ.) *calopia < λατ. calopus < καλόπους «καλοπόδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”